- ξυλουργώ
- (ε) αμετ. столярничать; плотничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλουργώ — (ΑΜ ξυλουργῶ. έω, Α ιων. τ. ξυλοργέω) [ξυλουργός] είμαι ξυλουργός. κατεργάζομαι το ξύλο … Dictionary of Greek
ξυλούργημα — το (Μ ξυλούργημα) [ξυλουργώ] έργο κατασκευασμένο από ξύλο … Dictionary of Greek